- θέλγω
- (AM θέλγω)προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τόν έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ' οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.)αρχ.1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν ὅμματα θέλγει», Ομ. Ιλ.)2. εξαπατώ, πλανώ, ξεγελώ3. παράγω κάτι με μαγικά μέσα, κάνω κάτι με ξόρκια.[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημασία τού ρ. «κάνω μάγια» οδήγησε σε συσχετισμό του με το λιθ. žvelgiu «κοιτάζω», οπότε ως αρχική θεωρείται η σημασία «ματιάζω, μαγεύω με το κακό μάτι». Κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με τα αγγλ.-σαξον. dolg και αρχ. άνω γερμ. tolc «πληγή». Η σημασία «κάνω μάγια» εξελίχθηκε σε «ξεγελώ, απατώ» και στη συνέχεια το ρ. χρησιμοποιήθηκε μεταφορικά, για να δηλώσει το «ξεγέλασμα», την «απάτη» τού έρωτα, ακόμη και τού ύπνου. Ενδιαφέρουσα η εμφάνισή του ως α' συνθετικού με τις μορφές θελξι- και θελγεσι-, δηλ. σε α' συνθετικό τού τύπου τερψί-μβροτος. Ως β' συνθετικό εμφανίζεται με τη μορφή -θελγής χωρίς όμως να μαρτυρείται τ. *θέλγος. Αμφίβολη, τέλος, η σύνδεσή του με το ασελγής*.ΠΑΡ. θέλγητρο(ν), θελκτικόςαρχ.θέλγημα, θελγίν, θέλγμα, θέλκταρ, θελκτήρ, θέλκτρον, θελκτύς, θελκτώ, θέλκτωρ, θέλξις.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. θελγεσίμυθος, θελξιεπής, θελξίμβροτος, θελξιμελής, θελξίνους, θελξίπικρος, θελξίφρωνμσν.θελξιέπεια, θελξίθεοςμσν.- νεοελλ.θελξικάρδιος. (Β' συνθετικό) αρχ. αθελγής, λυροθελγής, πανθελγής, πολυθελγής, φρενοθελγής].
Dictionary of Greek. 2013.